- ευπραγής
- εὐπραγής, -ές (Α)ευτυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ευ-πραγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπραγῇς — εὐπρᾱγῇς , εὐπραγέω do well pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπραγώ — (ΑΜ εὐπραγῶ, έω) [ευπραγής] ευημερώ, καλοπερνώ, έχω οικονομική άνεση αρχ. 1. έχω αφθονία, έχω άφθονα αγαθά («εὐπραγούσης τῆς ἀγορᾱς», Πολυδ.) 2. πράττω το ορθό, ενεργώ σωστά … Dictionary of Greek
εύπρακτος — εὔπρακτος και ιων. τ. εὔπρηκτος, ον (Α) 1. αυτός που πράττεται εύκολα 2. ευπραγής, ευτυχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρακτος (< πράσσω), πρβλ. ά πρακτος] … Dictionary of Greek